σύνδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rempli d’arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δένδρον]].
|btext=ος, ον :<br />rempli d’arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δένδρον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύνδενδρος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] δένδρα, [[κατάφυτος]] από δένδρα («[[σύνδενδρος]] ὕλη», Βάβρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνδενδρον</i> Ν<br />[[τόπος]] [[κατάφυτος]] από δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δενδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δενδρος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύνδενδρος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] δένδρα, [[κατάφυτος]] από δένδρα («[[σύνδενδρος]] ὕλη», Βάβρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνδενδρον</i> Ν<br />[[τόπος]] [[κατάφυτος]] από δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δενδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δενδρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σύνδενδρος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] δένδρα, [[κατάφυτος]] από δένδρα («[[σύνδενδρος]] ὕλη», Βάβρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνδενδρον</i> Ν<br />[[τόπος]] [[κατάφυτος]] από δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δενδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δενδρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδενδρος Medium diacritics: σύνδενδρος Low diacritics: σύνδενδρος Capitals: ΣΥΝΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: sýndendros Transliteration B: syndendros Transliteration C: syndendros Beta Code: su/ndendros

English (LSJ)

ον,

   A thickly-wooded, Dicaearch.1.8, Plb.12.4.2, Sch.Il.Oxy.1086.10; τόποι Arr.Tact.27.4; ὕλη Babr.43.1; ἔν τινι συνδένδρῳ in a thickly-wooded place, Plu. 2.310e.

German (Pape)

[Seite 1006] dicht mit Bäumen besetzt; waldig; νῆσος, Pol. 12, 4, 2; ὕλη, Babr. 43, 11; – τὸ σύνδενδρον, die Waldung, das Dickicht.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδενδρος: -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, κατάφυτος ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d’arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.
Étymologie: σύν, δένδρον.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδενδρος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν
τόπος κατάφυτος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδενδρος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν
τόπος κατάφυτος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].