φαιοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d’une robe sombre.<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d’une robe sombre.<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]].
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν<br />αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι φαιοχίτωνες</i><br />τα [[μέλη]] του γερμανικού ναζιστικού [[κόμματος]] του Χίτλερ, που ονομάστηκαν [[έτσι]] από το [[χρώμα]] της στολής τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθο</i>-<i>χίτων</i>).
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιοχίτων Medium diacritics: φαιοχίτων Low diacritics: φαιοχίτων Capitals: ΦΑΙΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: phaiochítōn Transliteration B: phaiochitōn Transliteration C: faiochiton Beta Code: faioxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A dark-robed, A.Ch.1049 (where the second syll. is apparently long metri causa).

German (Pape)

[Seite 1252] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

φαιοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, ἔνθα ἡ δευτέρα συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει ὥστε οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d’une robe sombre.
Étymologie: φαιός, χιτών.

Greek Monolingual

-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν
αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες
τα μέλη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα της στολής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. ξανθο-χίτων).