ὑπολιπής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπολῐπής''': -ές, [[ὑπόλοιπος]], Θεοφρ. περὶ Φύτ. Ἱστ. 3. 13. 2. Θεόπομπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 120. 22, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256D. | |lstext='''ὑπολῐπής''': -ές, [[ὑπόλοιπος]], Θεοφρ. περὶ Φύτ. Ἱστ. 3. 13. 2. Θεόπομπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 120. 22, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που μένει ως [[υπόλοιπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπολιπές</i><br />[[έλλειμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>λιπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A left remaining, Thphr.HP3.13.2, Theopomp.Hist. 101, Clearch.25. II deficient, Brut.Ep.20: τὸ ὑ. the deficit, prob. in Supp.Epigr.2.580.15 (Teos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1224] ές, übrig gelassen, geblieben, übrig, Plut. Marc. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολῐπής: -ές, ὑπόλοιπος, Θεοφρ. περὶ Φύτ. Ἱστ. 3. 13. 2. Θεόπομπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 120. 22, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256D.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που μένει ως υπόλοιπο
αρχ.
1. ελλιπής, ανεπαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπολιπές
έλλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιπής (< λείπω), πρβλ. περι-λιπής].