φαρμακίτης: Difference between revisions
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(6_15) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαρμᾰκίτης''': ὁ, ὁ διὰ φαρμάκου παρεσκευασμένος, [[δακτύλιος]] φαρμ., περιέχων δηλητήριον, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 22, [[ἔνθα]] ἴδε Meinecke· [[οἶνος]] φ. Ἀθήν. 30C· θηλ., φαρμακῖτις γῆ Διοσκ. 5. 181· φ. γαστὴρ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 320. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196. | |lstext='''φαρμᾰκίτης''': ὁ, ὁ διὰ φαρμάκου παρεσκευασμένος, [[δακτύλιος]] φαρμ., περιέχων δηλητήριον, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 22, [[ἔνθα]] ἴδε Meinecke· [[οἶνος]] φ. Ἀθήν. 30C· θηλ., φαρμακῖτις γῆ Διοσκ. 5. 181· φ. γαστὴρ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 320. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀδηφάγος]]»<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Φαρμακῑτις</i><br />(ενν. [[βίβλος]]) [[τίτλος]] χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, του Ιπποκράτους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φαρμακῑτις γῆ» — η γη στην οποία ευδοκιμεί το [[αμπέλι]], ἀμπελῑτις (<b>Διοσκ.</b>)<br />β) «Φαρμακίτιδες βίβλοι» — [[τίτλος]] έργου του Ανδρομάχου (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]]/ -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A drugged or medicated, δακτύλιος φ. a ring containing poison, Eup.87; οἶνος φ. Semus 5a; fem. φαρμακῖτις γῆ, = ἀμπελῖτις 11, Dsc.5.160; φ. σαύρα Aët.13.56; also ἡ φ. (sc. βίβλος) On Drugs, title of lost work by Hippocrates, Hp.Aff.9.15, 28, al.; φαρμακίτιδες βίβλοι, by Andromachus, Gal.13.891. II = ἀδηφάγος, Hsch.; cf. φαγεσωρῖτις.
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, sc. οἶνος, ein mit Heilmitteln angemachter Wein, Gesundheitswein, VLL.; vgl. Ath. I, 30 c.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκίτης: ὁ, ὁ διὰ φαρμάκου παρεσκευασμένος, δακτύλιος φαρμ., περιέχων δηλητήριον, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 22, ἔνθα ἴδε Meinecke· οἶνος φ. Ἀθήν. 30C· θηλ., φαρμακῖτις γῆ Διοσκ. 5. 181· φ. γαστὴρ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 320. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, -ίτιδος, Α
1. παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδηφάγος»
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Φαρμακῑτις
(ενν. βίβλος) τίτλος χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, του Ιπποκράτους
4. φρ. α) «φαρμακῑτις γῆ» — η γη στην οποία ευδοκιμεί το αμπέλι, ἀμπελῑτις (Διοσκ.)
β) «Φαρμακίτιδες βίβλοι» — τίτλος έργου του Ανδρομάχου (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίτης/ -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης)].