τρίβαφος: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(6_19)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίβᾰφος''': -ον, τρὶς βεβαμμένος, δηλ. [[καλῶς]] βεβαμμένος, τραβαία δὲ εἴρηται [[ὡσανεὶ]] [[τρίβαφος]]· ἐκ τριῶν γὰρ ἀποτελεῖται χρωμάτων Ἰω Λυδ. 1. 7.
|lstext='''τρίβᾰφος''': -ον, τρὶς βεβαμμένος, δηλ. [[καλῶς]] βεβαμμένος, τραβαία δὲ εἴρηται [[ὡσανεὶ]] [[τρίβαφος]]· ἐκ τριῶν γὰρ ἀποτελεῖται χρωμάτων Ἰω Λυδ. 1. 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />ο [[τρεις]] φορές [[βαμμένος]], [[δηλαδή]] ο καλά ή ανεξίτηλα [[βαμμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>βαφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίβᾰφος Medium diacritics: τρίβαφος Low diacritics: τρίβαφος Capitals: ΤΡΙΒΑΦΟΣ
Transliteration A: tríbaphos Transliteration B: tribaphos Transliteration C: trivafos Beta Code: tri/bafos

English (LSJ)

ον,

   A thrice-dyed, i. e. of genuine dye, Lyd.Mag.1.7 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1140] dreimal in die Farbe getaucht, d. i. echt gefärbt, Io. Laur. Lyd. mens. 1, 17.

Greek (Liddell-Scott)

τρίβᾰφος: -ον, τρὶς βεβαμμένος, δηλ. καλῶς βεβαμμένος, τραβαία δὲ εἴρηται ὡσανεὶ τρίβαφος· ἐκ τριῶν γὰρ ἀποτελεῖται χρωμάτων Ἰω Λυδ. 1. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τρεις φορές βαμμένος, δηλαδή ο καλά ή ανεξίτηλα βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βαφος (< βαφή), πρβλ. δί-βαφος].