χνοώδης: Difference between revisions
(6_7) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χνοώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λεπτὴν κόνιν, [[ὅμοιος]] πρὸς χνοῦν, Λατ. lanuginosus, χν. ποιεῖν τι Ἐμπεδ. παρὰ Γαλην. 3. 101, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 3, Διοσκ. 4. 69 καὶ 150. - Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, ἀὴρ χν., ἀντίθετον τῷ [[λαμπρός]], ὁμιχλώδης. | |lstext='''χνοώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λεπτὴν κόνιν, [[ὅμοιος]] πρὸς χνοῦν, Λατ. lanuginosus, χν. ποιεῖν τι Ἐμπεδ. παρὰ Γαλην. 3. 101, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 3, Διοσκ. 4. 69 καὶ 150. - Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, ἀὴρ χν., ἀντίθετον τῷ [[λαμπρός]], ὁμιχλώδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[χνοώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[χνόος]] / χνοῡς]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[χνούδι]]<br /><b>2.</b> αυτός που καλύπτεται από [[χνούδι]], [[χνουδωτός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χνοωδῶς</i> Α<br />με χνοώδη [[μορφή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like fine powder, downy, Hp.Ulc.17, Thphr.HP1.10.3, Dsc.4.68; μηλέαι prob. in Androt.Georg.ap.Ath.3.82c (χνοωδίας codd.); of salt, Sor.1.82; of arsenic, Olymp.Alch.p.75B.: Comp., Dsc.2.175, Anon. ap. Suid.: Sup., Gal.6.283, Sch.E.Or.115. Adv. -δῶς Gal.11.405. II ἀὴρ χ., soft, 'muggy', opp. λαμπρός, v.l. for νοτώδης Hp.Aër.15.
German (Pape)
[Seite 1361] ες, von der Art od. dem Ansehen eines Anflugs, Flaums od. Milchhaares, mit Flaum bedeckt, Theophr. u. Sp. – Adv., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
χνοώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λεπτὴν κόνιν, ὅμοιος πρὸς χνοῦν, Λατ. lanuginosus, χν. ποιεῖν τι Ἐμπεδ. παρὰ Γαλην. 3. 101, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 3, Διοσκ. 4. 69 καὶ 150. - Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, ἀὴρ χν., ἀντίθετον τῷ λαμπρός, ὁμιχλώδης.
Greek Monolingual
-ες / χνοώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χνόος / χνοῡς]
1. αυτός που μοιάζει με χνούδι
2. αυτός που καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός.
επίρρ...
χνοωδῶς Α
με χνοώδη μορφή.