ὑαλώδης: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
(6_7)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑᾰλώδης''': -ες, = [[ὑαλοειδής]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 140, πρβλ. 173Ε· ὑελώδης, Διοσκ. 3. 86.
|lstext='''ὑᾰλώδης''': -ες, = [[ὑαλοειδής]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 140, πρβλ. 173Ε· ὑελώδης, Διοσκ. 3. 86.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[ὑαλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ, και [[ὑελώδης]], -ῶδες, Α [[ὕαλος]] / [[ὕελος]]<br />[[υαλοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βοτ.-μυκητ.) (σχετικά με [[δομή]] ή υφή) [[άχρωμος]] και [[διαφανής]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> [[άμορφος]].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλώδης Medium diacritics: ὑαλώδης Low diacritics: υαλώδης Capitals: ΥΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: hyalṓdēs Transliteration B: hyalōdēs Transliteration C: yalodis Beta Code: u(alw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = ὑαλοειδής, of urine, Hp.Coac.146; χυμός Praxag. ap. Gal.6.509; of persons born on Sunday, prob. green, Anatolius in Cat.Cod.Astr. 8(3).188; ὑελώδης, Dsc.3.82 (as v.l.).

German (Pape)

[Seite 1168] ες, zsgzgn = ὑαλοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλώδης: -ες, = ὑαλοειδής, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 140, πρβλ. 173Ε· ὑελώδης, Διοσκ. 3. 86.

Greek Monolingual

-ες / ὑαλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ, και ὑελώδης, -ῶδες, Α ὕαλος / ὕελος
υαλοειδής
νεοελλ.
1. (βοτ.-μυκητ.) (σχετικά με δομή ή υφή) άχρωμος και διαφανής
2. φυσ.-χημ. άμορφος.