τακτόμισθος: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(6_15) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τακτόμισθος''': ὁ, ὁ τάσσων τοὺς μισθούς, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἔκδ. Leem. σ. 21. | |lstext='''τακτόμισθος''': ὁ, ὁ τάσσων τοὺς μισθούς, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἔκδ. Leem. σ. 21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[βαθμός]] στον στρατό τών Πτολεμαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάκτης]] <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>μισθος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a rank in the army of the Ptolemies. PPetr.3p.26, al. (iii B.C.),
A PLond.ined.2243 (iii B.C.), PGiss.2 ii 9 (ii B.C.), UPZ 31.3 (ii B.C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
τακτόμισθος: ὁ, ὁ τάσσων τοὺς μισθούς, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἔκδ. Leem. σ. 21.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βαθμός στον στρατό τών Πτολεμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάκτης + μισθός (πρβλ. ολιγό-μισθος)].