χαλκύδριον: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
(6_22) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκύδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[χαλκός]], Α. Β. 1430. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147. | |lstext='''χαλκύδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[χαλκός]], Α. Β. 1430. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />μικρή χάλκινη [[υδρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λογ</i>-<i>ύδριον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of χαλκός, Zos.Alch.p.216B., Theognost.Can.fol.83 (om. Cramer p.126, ante νεανισκύδριον): pl.,
A small change, BGU1821.12 (i B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χαλκός, Α. Β. 1430. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρή χάλκινη υδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].