χρέμψ: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(6_1)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρέμψ''': [[εἶδος]] ἰχθύος, μνημονευομένου μεταξὺ τῶν ὀξυηκόων ἰχθύων, τοῦ κεστρέως καὶ λάβρακος, κλπ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18 (διάφορ. γραφ. χρέψ, ἀλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς διάκρισιν τοῦ γένους ἢ τῆς κλίσεως).
|lstext='''χρέμψ''': [[εἶδος]] ἰχθύος, μνημονευομένου μεταξὺ τῶν ὀξυηκόων ἰχθύων, τοῦ κεστρέως καὶ λάβρακος, κλπ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18 (διάφορ. γραφ. χρέψ, ἀλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς διάκρισιν τοῦ γένους ἢ τῆς κλίσεως).
}}
{{grml
|mltxt=και [[χρέψ]], ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού, ο [[χρέμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το ρ. [[χρέμπτομαι]].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμψ Medium diacritics: χρέμψ Low diacritics: χρέμψ Capitals: ΧΡΕΜΨ
Transliteration A: chrémps Transliteration B: chremps Transliteration C: chremps Beta Code: xre/my

English (LSJ)

a kind of

   A fish, prob. = χρόμις, Arist.HA534a8 (v.l. χρέψ).

German (Pape)

[Seite 1371] ein Fisch, Arist. H. A. 4, 8.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμψ: εἶδος ἰχθύος, μνημονευομένου μεταξὺ τῶν ὀξυηκόων ἰχθύων, τοῦ κεστρέως καὶ λάβρακος, κλπ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18 (διάφορ. γραφ. χρέψ, ἀλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς διάκρισιν τοῦ γένους ἢ τῆς κλίσεως).

Greek Monolingual

και χρέψ, ὁ, Α
είδος ψαριού, ο χρέμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. χρέμπτομαι.