ὑποξέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(6_13a)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποξέω''': μέλλ. -ξέσω, ξέω [[ὑποκάτω]] ἢ ὀλίγον, ὑποξέειν τὰς πεπονθυίας ὁπλὰς Ἱππιατρ. 254, 25.
|lstext='''ὑποξέω''': μέλλ. -ξέσω, ξέω [[ὑποκάτω]] ἢ ὀλίγον, ὑποξέειν τὰς πεπονθυίας ὁπλὰς Ἱππιατρ. 254, 25.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br /><b>1.</b> [[ξύνω]], [[λειαίνω]] [[κάτι]] από [[κάτω]] ή λίγο<br /><b>2.</b> [[σφουγγίζω]] [[κάτι]] από [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ξέω</i> «[[ξύνω]], [[λειαίνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποξέω Medium diacritics: ὑποξέω Low diacritics: υποξέω Capitals: ΥΠΟΞΕΩ
Transliteration A: hypoxéō Transliteration B: hypoxeō Transliteration C: ypokseo Beta Code: u(poce/w

English (LSJ)

   A scrape underneath, τὰς ὁπλάς Hippiatr.104; ὑποξέοντες . . τῷ σμιλίῳ Aët.7.95.    2 wipe underneath, στρέψαντες σπόγγῳ ὑποξέουσι τὸ βλέφαρον ib.11.

German (Pape)

[Seite 1227] (s. ξέω), unten oder ein wenig schaben, glätten, schnitzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, ὑποξέειν τὰς πεπονθυίας ὁπλὰς Ἱππιατρ. 254, 25.

Greek Monolingual

Μ
1. ξύνω, λειαίνω κάτι από κάτω ή λίγο
2. σφουγγίζω κάτι από κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ξέω «ξύνω, λειαίνω»].