ὑπόπορτις: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br />mère qui allaite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πόρτις]].
|btext=ιος (ἡ) :<br />mère qui allaite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πόρτις]].
}}
{{grml
|mltxt=-όρτιος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[αγελάδα]]) αυτή που έχει [[κάτω]] από τον μαστό της [[μοσχάρι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μητέρα]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρτις]] «νεαρή [[αγελάδα]]»].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπορτις Medium diacritics: ὑπόπορτις Low diacritics: υπόπορτις Capitals: ΥΠΟΠΟΡΤΙΣ
Transliteration A: hypóportis Transliteration B: hypoportis Transliteration C: ypoportis Beta Code: u(po/portis

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A with a calf under her, of a cow: metaph. of a mother with a child at the breast, Hes.Op.603; cf. ὕπαρνος.

German (Pape)

[Seite 1229] ιος, ἡ, eine Kuh, die ein Kalb unter sich hat und säugt, übh. eine Mutter, die ein Kind an der Brust hat, Hes. O. 605.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον ὑποκάτω, ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης τέκνον εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπωλος.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
mère qui allaite.
Étymologie: ὑπό, πόρτις.

Greek Monolingual

-όρτιος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για αγελάδα) αυτή που έχει κάτω από τον μαστό της μοσχάρι
2. μτφ. μητέρα που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόρτις «νεαρή αγελάδα»].