χαρτοπράτης: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(6_3)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαρτοπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, πωλητὴς χάρτου, Γλωσσ.
|lstext='''χαρτοπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, πωλητὴς χάρτου, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[χαρτοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρτης]] <span style="color: red;">+</span> -[[πράτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πράτης]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρα</i>- του [[πέρνημι]] «[[πουλώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἀρτο</i>-[[πράτης]], <i>οἰνο</i>-[[πράτης]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρτοπράτης Medium diacritics: χαρτοπράτης Low diacritics: χαρτοπράτης Capitals: ΧΑΡΤΟΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: chartoprátēs Transliteration B: chartopratēs Transliteration C: chartopratis Beta Code: xartopra/ths

English (LSJ)

[πρᾱ], ου, ὁ,

   A dealer in papyrus, Cod.Just.11.18 tit.

German (Pape)

[Seite 1340] Papierhändler, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χαρτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, πωλητὴς χάρτου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
χαρτοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + -πράτης (< πράτης < θ. πρα- του πέρνημι «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο-πράτης, οἰνο-πράτης.