τιγγαβάρινος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_18)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τιγγᾰβάρῐνος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] κινναβάρεως, γράμματα.... χρώματι τῷ καλουμένῳ τιγγαβαρίνῳ κατακεχρωσμένα Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 1065.
|lstext='''τιγγᾰβάρῐνος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] κινναβάρεως, γράμματα.... χρώματι τῷ καλουμένῳ τιγγαβαρίνῳ κατακεχρωσμένα Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 1065.
}}
{{grml
|mltxt=-ίνη, -ον, Μ [[τιγγάβαρι]]<br />αυτός που [[είναι]] [[κόκκινος]] σαν το [[κιννάβαρι]], [[κινναβάρινος]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιγγᾰβάρῐνος Medium diacritics: τιγγαβάρινος Low diacritics: τιγγαβάρινος Capitals: ΤΙΓΓΑΒΑΡΙΝΟΣ
Transliteration A: tingabárinos Transliteration B: tingabarinos Transliteration C: tiggavarinos Beta Code: tiggaba/rinos

English (LSJ)

[βᾰ], η, ον,

   A of vermilion, χρῶμα Dam.Isid.203.

German (Pape)

[Seite 1109] zinnoberfarbig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τιγγᾰβάρῐνος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα κινναβάρεως, γράμματα.... χρώματι τῷ καλουμένῳ τιγγαβαρίνῳ κατακεχρωσμένα Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 1065.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Μ τιγγάβαρι
αυτός που είναι κόκκινος σαν το κιννάβαρι, κινναβάρινος.