φόριμος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> fertile, fécond;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ φορίμη sorte de [[στυπτηρία]], <i>ou</i> alun commun.<br />'''Étymologie:''' [[φορά]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> fertile, fécond;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ φορίμη sorte de [[στυπτηρία]], <i>ou</i> alun commun.<br />'''Étymologie:''' [[φορά]].
}}
{{grml
|mltxt=-ίμη, -ον, θηλ. και -ος, ΜΑ<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φορίμη</i><br />[[είδος]] στυπτηρίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δέντρα και για τη γη) [[καρποφόρος]], [[παραγωγικός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γόν</i>-<i>ιμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόρῐμος Medium diacritics: φόριμος Low diacritics: φόριμος Capitals: ΦΟΡΙΜΟΣ
Transliteration A: phórimos Transliteration B: phorimos Transliteration C: forimos Beta Code: fo/rimos

English (LSJ)

ον,

   A fruitful, of trees, AP9.414 (Gem.); of land, PTeb.5.97 (ii B. C., prob.), Cat.Cod.Astr.5(1).174; opp. ἄφορος, Sammelb. 4416.16 (ii A. D.): c. gen., ἀμπέλων φ. CPHerm.120riii 19; profitable, Hsch.    II ἡ φορίμη, a kind of στυπτηρία, Dsc.Eup.1.49, Orib.Fr.99.

German (Pape)

[Seite 1300] 1) tragbar, fruchtbar, δένδρον Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art στυπτηρία, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φόρῐμος: -ον, καρποφόρος, γόνιμος, δένδρον Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, εἶδος στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 fertile, fécond;
2 subst. ἡ φορίμη sorte de στυπτηρία, ou alun commun.
Étymologie: φορά.

Greek Monolingual

-ίμη, -ον, θηλ. και -ος, ΜΑ
το θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμη
είδος στυπτηρίας
αρχ.
1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός
2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος)].