φρύγιον: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_21)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρύγιον''': τό, [[φρύγανον]], «καυσόξυλον», Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 3). 2) [[τόπος]] ἐφ’ οὗ ἐκτίθενται πράγματα πρὸς ξήρανσιν εἰς τὸν ἥλιον, Ἐτυμ. Μέγ. 561. 12.
|lstext='''φρύγιον''': τό, [[φρύγανον]], «καυσόξυλον», Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 3). 2) [[τόπος]] ἐφ’ οὗ ἐκτίθενται πράγματα πρὸς ξήρανσιν εἰς τὸν ἥλιον, Ἐτυμ. Μέγ. 561. 12.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φρύγανο]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] όπου εκτίθενται διάφορα πράγματα για [[ξήρανση]] στον ήλιο<br /><b>3.</b> [[ξύλο]] με πυρακτωμένο [[άκρο]], [[δαυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφάγ</i>-<i>ιον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῡγιον Medium diacritics: φρύγιον Low diacritics: φρύγιον Capitals: ΦΡΥΓΙΟΝ
Transliteration A: phrýgion Transliteration B: phrygion Transliteration C: frygion Beta Code: fru/gion

English (LSJ)

τό,

   A firewood, LXX Ps.101(102).4.    2 drying-place, basking-place, EM561.12.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, dürres Holz, Brennholz, eigentlich neutr. vom Folgdn, LXX. u. E. M.

Greek (Liddell-Scott)

φρύγιον: τό, φρύγανον, «καυσόξυλον», Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 3). 2) τόπος ἐφ’ οὗ ἐκτίθενται πράγματα πρὸς ξήρανσιν εἰς τὸν ἥλιον, Ἐτυμ. Μέγ. 561. 12.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. φρύγανο
2. τόπος όπου εκτίθενται διάφορα πράγματα για ξήρανση στον ήλιο
3. ξύλο με πυρακτωμένο άκρο, δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. σφάγ-ιον)].