ὑποτρέφω: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ὑπέτρεψα, <i>pf.</i> ὑποτέτροφα;<br /><b>1</b> nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;<br /><b>2</b> laisser croître ; <i>Pass.</i> croître à la suite;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέφω]]. | |btext=<i>ao.</i> ὑπέτρεψα, <i>pf.</i> ὑποτέτροφα;<br /><b>1</b> nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;<br /><b>2</b> laisser croître ; <i>Pass.</i> croître à la suite;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέφω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[τρέφω]]<br /><b>1.</b> [[τρέφω]], [[περιποιούμαι]] (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ.<br />β. «[[μέχρι]] τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενθαρρύνω]], [[συντελώ]] στην [[ανάπτυξη]] («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>ὑποτρέφομαι</i><br />[[διατηρώ]], [[συντηρώ]] [[κρυφά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
A rear, nourish, σκύλακας D.H.4.81; πώγωνας D.S.3.63; ῥίζεα . . ὑποτέτροφε λίμνη Nic.Al.589: metaph., cherish, nurse, τὴν χολήν Luc.Cal.24; foster, encourage, παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν Gal.Vict.Att.6; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., cherish, τόλμαν X.Cyr.2.1.17:—Pass., grow up in succession, Pl.R.560a; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος Polyaen.8.50, cf. Nic.Dam.51 J.; θάμβος ὑπετρέφετο my wonder grew, Call.Aet.Oxy.2080.87.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως περιθάλπω, τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.
French (Bailly abrégé)
ao. ὑπέτρεψα, pf. ὑποτέτροφα;
1 nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;
2 laisser croître ; Pass. croître à la suite;
Moy. ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..
Étymologie: ὑπό, τρέφω.
Greek Monolingual
Α τρέφω
1. τρέφω, περιποιούμαι (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ.
β. «μέχρι τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», Διόδ.)
2. ενθαρρύνω, συντελώ στην ανάπτυξη («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», Γαλ.)
3. (το μέσ.) ὑποτρέφομαι
διατηρώ, συντηρώ κρυφά.