σύρρηξις: Difference between revisions
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
(6_11) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύρρηξις''': ἡ, τὸ συρρήγνυσθαι ἢ ἐκρήγνυσθαι, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 13. 2) [[διάρρηξις]], [[ἥπατος]] Θεόφιλ. Νόνν. τ. 2, σ. 86. | |lstext='''σύρρηξις''': ἡ, τὸ συρρήγνυσθαι ἢ ἐκρήγνυσθαι, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 13. 2) [[διάρρηξις]], [[ἥπατος]] Θεόφιλ. Νόνν. τ. 2, σ. 86. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήξεως, ἡ, ΜΑ [[συρρήγνυμι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ρήξη]], [[διάρρηξη]] («[[σύρρηξις]] [[ἥπατος]]», Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[απόστημα]]) [[σπάσιμο]] σε κάποιο [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> [[σύρραξη]], [[σύγκρουση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A internal rupture (into another part) of abscess, Heliod. ap. Orib.44.9.1, Archig. ap. Aët.8.73, Ruf. ap. eund.11.18, Aret.CD1.13. 2 clashing together, Plot.4.5.5 (nisi σύρραξιν legend.).
Greek (Liddell-Scott)
σύρρηξις: ἡ, τὸ συρρήγνυσθαι ἢ ἐκρήγνυσθαι, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 13. 2) διάρρηξις, ἥπατος Θεόφιλ. Νόνν. τ. 2, σ. 86.
Greek Monolingual
-ήξεως, ἡ, ΜΑ συρρήγνυμι
μσν.
ρήξη, διάρρηξη («σύρρηξις ἥπατος», Θεοφάν.)
αρχ.
1. (για απόστημα) σπάσιμο σε κάποιο άλλο μέρος
2. σύρραξη, σύγκρουση.