τίτας: Difference between revisions
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αο (ὁ) :<br /><i>dor.</i><br />vengeur.<br />'''Étymologie:''' [[τίω]]. | |btext=αο (ὁ) :<br /><i>dor.</i><br />vengeur.<br />'''Étymologie:''' [[τίω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[τίνω]]<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[τιμωρός]], [[εκδικητής]] («[[τίτας]] [[φόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην Γορτυνία) [[άρχων]] που ασκούσε δικαστική [[εξουσία]] στους υπόλοιπους άρχοντες<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τίται<br />εὔποροι ἤ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (τίνω) Dor. for *τίτης,
A = τιμωρός, avenging, φόνος A. Ch.67 (lyr.). II at Gortyn, a magistrate who inflicted fines (upon other magistrates), public prosecutor, Schwyzer 175 (pl.), 183 (sg.): τίται· εὔποροι, ἢ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1120] ὁ, dor. statt τίτης, der Rächer, Aesch. Ch. 65, τίτας φόνος πέπηγεν.
Greek (Liddell-Scott)
τίτας: [ῐ] ου, ὁ, Δωρικ. ἀντὶ τίτης, = τιμωρός, ἐκδικητής, Αἰσχύλ. Χ., 67.
French (Bailly abrégé)
αο (ὁ) :
dor.
vengeur.
Étymologie: τίω.
Greek Monolingual
ὁ, Α τίνω
(δωρ. τ.)
1. τιμωρός, εκδικητής («τίτας φόνος», Αισχύλ.)
2. (στην Γορτυνία) άρχων που ασκούσε δικαστική εξουσία στους υπόλοιπους άρχοντες
5. (κατά τον Ησύχ.) «τίται
εὔποροι ἤ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων».