χαροποιός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui réjouit, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[χαρά]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui réjouit, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[χαρά]], [[ποιέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό / [[χαροποιός]], -όν, ΝΜΑ<br />[[χαρμόσυνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. στον πληθ. [[χωρίς]] άρθ. ως επίρρ.) <i>χαροποιά</i><br />χαρμόσυνα, με [[χαρά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χαρωπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαρά]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰροποιός Medium diacritics: χαροποιός Low diacritics: χαροποιός Capitals: ΧΑΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: charopoiós Transliteration B: charopoios Transliteration C: charopoios Beta Code: xaropoio/s

English (LSJ)

όν,

   A gladdening, Procl.Par.Ptol.16, Hsch. s.v. εὐρίζων ἀγαλλιάματι, f.l. for χαροποί in LXX Ge.49.12.

German (Pape)

[Seite 1339] Freude machend, erfreuend, θυσίαι Eur. Hec. 917 u. Χάριτες Phoen. 800 f. L. statt χοροποιός, nach Pors.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰροποιός: -όν, ὁ προξενῶν χαράν, φαιδρύνων, κάμνων τινὰ νὰ χαίρη, ὁφθαλμοὶ Ἑβδ. (Γεν. ΜΘ΄, 12), πρβλ. Σχόλ. εἱς Ἱλ. Ν 82, Σουΐδ.· - πρβλ. χοροποιός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 149, 151.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui réjouit, agréable.
Étymologie: χαρά, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό / χαροποιός, -όν, ΝΜΑ
χαρμόσυνος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. χωρίς άρθ. ως επίρρ.) χαροποιά
χαρμόσυνα, με χαρά
μσν.-αρχ.
χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + -ποιός].