ὑλίζω: Difference between revisions
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
(eksahir) |
(42) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[majar]] | |esgtx=[[majar]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στραγγίζω]], [[διυλίζω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με τη [[μύτη]]) [[σκουπίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> με σημ. «[[καθίζημα]], [[κατακάθι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A filter, strain, PMag.Lond.46.71, PSI4.297.17 (prob. v A. D.):—Pass., δι' ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι, Dsc.3.7, Placit.3.16.5; τὸ ἀφθόνως ὑλιζόμενον ἐν σπηλαίοις Dsc.5.98 codd. (ὑετιζόμενον cj. Wellmann): cf. ἀφ-, διυλίζω. II ὑ. τὰς ῥῖνας wipe the nose (cf. ὕλη IV. 2), Cratin.354. (Acc. to Gramm. from ὗλις (q. v.), transposed for ἰλύς, EM180.10; cf. ὕλη IV.)
German (Pape)
[Seite 1177] reinigen, von Unreinigkeit, bes. Bodensatz, durchseihen, τὰ διὰ τῆς τέφρας ὑλιζόμενα, Plut. plac. phil. 3, 16; τὰς ῥῖνας ὑλίζειν, die Nase schneuzen, Cratin. bei Poll. 2, 78. – Die Gramm. leiteten es von ὗλις ab, welches durch Umstellung aus ἰλύς entstanden sein sollte.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλίζω: μέλλ. -ίσω, διυλίζω, «στραγγίζω». - Παθητ., δι’ ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι Διοσκ. 1. 9, Πλούτ. 2. 897Β, πρβλ. διυλίζω· ὁ Κρατῖνος (ἐν Ἀδήλ. 98) ὡς μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Β΄, 78, ἔχει: ὕλιζε τὰς ῥῖνας· ἄλλ’ ἐν Οξων. Ἀνεκδ. τ. 2, σ. IV ὑπάρχει ἡ γραφὴ ἔλυζε, ἐξ ἧς ὁ Κραμῆρ. διώρθωσε κλύζε ἢ ἔκλυζε. (Κατὰ τοὺς γραμματ. ἐκ τοῦ ὗλις. κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ἰλύς, Ἐτυμολ. Μέγ. 180. 10, πρβλ. ὕλη IV.)
French (Bailly abrégé)
filtrer, clarifier, purifier.
Étymologie: ὕλη.
Spanish
Greek Monolingual
Α
1. στραγγίζω, διυλίζω
2. (σχετικά με τη μύτη) σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη με σημ. «καθίζημα, κατακάθι»].