ταχινός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(T22)
(40)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ταχινή, ταχινόν, from Theocritus [[down]], [[swift]], [[quick]]: of events [[soon]] to [[come]] or [[just]] [[impending]], Sirach 18:26).
|txtha=ταχινή, ταχινόν, from Theocritus [[down]], [[swift]], [[quick]]: of events [[soon]] to [[come]] or [[just]] [[impending]], Sirach 18:26).
}}
{{grml
|mltxt=ή, -ό / [[ταχινός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[ταχυνός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρωινός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ταχινή]]<br />α) το πρωινό<br />β) πρωινή [[δροσιά]], [[πάχνη]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Ταχινός</i><br />ο [[πλανήτης]] [[Αφροδίτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταχύς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ταχινά]] Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ταχέως]] («χελιδὼν ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταχύς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> [[κατά]] το [[θαμινός]], [[ῥαδινός]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῐνός Medium diacritics: ταχινός Low diacritics: ταχινός Capitals: ΤΑΧΙΝΟΣ
Transliteration A: tachinós Transliteration B: tachinos Transliteration C: tachinos Beta Code: taxino/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. and late Prose for ταχύς, φρένες, ἴουλοι, Theoc.2.7, Call.Jov.56, cf. A.R.2.1044, LXX Wi.13.2, al., 2 Ep.Pet.2.1, Cat.Cod.Astr.1.137, etc.: Sup.

   A -ώτατος Arat.289: neut. pl. ταχινά, = τάχα, Theoc.14.40.

German (Pape)

[Seite 1075] poet. statt ταχύς; Ἑρμῆς, Alex. Aet. 5, 11; λαγωσφαγίη, Agath. 28 (VI, 167); πόνος, Arab. 1 (Plan. 39); ταχινά, adverbial, = τάχα.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῐνός: ἡ, όν, ποιητ. ἀντὶ ταχύς, Θεόκρ. 2. 7, Καλλ. εἰς Δία 56, κλπ.· ὑπερθετ. ταχινώτατος Ἄρατ. 289· - οὐδ. πληθ. ταχινά, = τάχα, Θεόκρ. 14. 40. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ταχινοί· γοργοί».

English (Strong)

from τάχος; curt, i.e. impending: shortly, swift.

English (Thayer)

ταχινή, ταχινόν, from Theocritus down, swift, quick: of events soon to come or just impending, Sirach 18:26).

Greek Monolingual

ή, -ό / ταχινός, -ή, -όν, ΝΑ, και ταχυνός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
1. πρωινός
2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή
α) το πρωινό
β) πρωινή δροσιά, πάχνη
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός
ο πλανήτης Αφροδίτη
αρχ.
ταχύς.
επίρρ...
ταχινά Α
(ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύς + κατάλ. -ινός κατά το θαμινός, ῥαδινός.