ὑπόσκαιος: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(6_18)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόσκαιος''': -ον, ὀλίγον [[σκαιός]], «[[ἴθυμβος]]: ᾠδὴ μακρὰ καὶ [[ὑπόσκαιος]]» Φώτ.
|lstext='''ὑπόσκαιος''': -ον, ὀλίγον [[σκαιός]], «[[ἴθυμβος]]: ᾠδὴ μακρὰ καὶ [[ὑπόσκαιος]]» Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />ο λίγο [[άκομψος]], λίγο [[άτεχνος]] («[[ἴθυμβος]], ᾠδὴ μακρὰ καὶ [[ὑπόσκαιος]]», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκαιός]] «[[άχαρος]], [[αδέξιος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσκαιος Medium diacritics: ὑπόσκαιος Low diacritics: υπόσκαιος Capitals: ΥΠΟΣΚΑΙΟΣ
Transliteration A: hypóskaios Transliteration B: hyposkaios Transliteration C: yposkaios Beta Code: u(po/skaios

English (LSJ)

ον,

   A somewhat sinister, Phot. s.v. ἴθυμβος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσκαιος: -ον, ὀλίγον σκαιός, «ἴθυμβος: ᾠδὴ μακρὰ καὶ ὑπόσκαιος» Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ο λίγο άκομψος, λίγο άτεχνοςἴθυμβος, ᾠδὴ μακρὰ καὶ ὑπόσκαιος», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκαιός «άχαρος, αδέξιος»].