ὑπόσκαιος

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσκαιος Medium diacritics: ὑπόσκαιος Low diacritics: υπόσκαιος Capitals: ΥΠΟΣΚΑΙΟΣ
Transliteration A: hypóskaios Transliteration B: hyposkaios Transliteration C: yposkaios Beta Code: u(po/skaios

English (LSJ)

ὑπόσκαιον, somewhat sinister, Phot. s.v. ἴθυμβος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσκαιος: -ον, ὀλίγον σκαιός, «ἴθυμβος: ᾠδὴ μακρὰ καὶ ὑπόσκαιος» Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ο λίγο άκομψος, λίγο άτεχνοςἴθυμβος, ᾠδὴ μακρὰ καὶ ὑπόσκαιος», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκαιός «άχαρος, αδέξιος»].