ὑποδηματοποιός: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_15) |
(43) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποδηματοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων ὑποδήματα, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 317. | |lstext='''ὑποδηματοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων ὑποδήματα, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 317. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑποδηματοποιός]], ΝΑ<br />[[κατασκευαστής]] [[υποδημάτων]], [[παπουτσής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υπόδημα]], <i>υποδήματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A sandalmaker, Gloss., prob. in IG22.1576.37.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδηματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὑποδήματα, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 317.
Greek Monolingual
ο / ὑποδηματοποιός, ΝΑ
κατασκευαστής υποδημάτων, παπουτσής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + -ποιός].