συννέμησις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />relation.<br />'''Étymologie:''' [[συννέμω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />relation.<br />'''Étymologie:''' [[συννέμω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α<br />[[σχέση]] [[προς]] [[κάτι]], [[αναφορά]] [[προς]] [[κάτι]] («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συννέμω]]. Για το δισύλλαβο θ. <i>συν</i>-<i>νεμη</i>- <b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέμησις Medium diacritics: συννέμησις Low diacritics: συννέμησις Capitals: ΣΥΝΝΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: synnémēsis Transliteration B: synnemēsis Transliteration C: synnemisis Beta Code: sunne/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A relation, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.

Greek (Liddell-Scott)

συννέμησις: -εως, ἡ, σχέσις, πρός τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
relation.
Étymologie: συννέμω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
σχέση προς κάτι, αναφορά προς κάτι («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συννέμω. Για το δισύλλαβο θ. συν-νεμη- βλ. και λ. νέμω.