τημελής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τημελής''': -ές, [[ἐπιμελής]], [[προσεκτικός]], Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἀβέβαιος]], πρβλ. [[ἀτημελής]]). | |lstext='''τημελής''': -ές, [[ἐπιμελής]], [[προσεκτικός]], Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἀβέβαιος]], πρβλ. [[ἀτημελής]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[επιμελής]], [[προσεχτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. <i>τημελῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A careful, heedful, Hsch. Phot., Suid. Adv. -ῶς Max.Tyr.25.4; poet. -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. ἀτημελής.)
German (Pape)
[Seite 1108] ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τημελής: -ές, ἐπιμελής, προσεκτικός, Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος, πρβλ. ἀτημελής).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
επιμελής, προσεχτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ].