τριγονία: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />troisième génération, durée de trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίγονος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />troisième génération, durée de trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίγονος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τρίγονος]]<br />η [[τρίτη]] [[γενεά]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγονία Medium diacritics: τριγονία Low diacritics: τριγονία Capitals: ΤΡΙΓΟΝΙΑ
Transliteration A: trigonía Transliteration B: trigonia Transliteration C: trigonia Beta Code: trigoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the third generation, πονηρὸς ἐκ τριγονίας D.58.17; ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Hyp.Ath. 19; εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. Poll.8.85 citing Arist. (who does not use the word in Ath.55.3); οἱ ἐκ τ. (v.l. τριγενείας) στιγματίαι Ph.2.446; ἐκ τ. βασιλεύς Hdn.1.7.4; εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν, Str.11.10.1, 12.2.11, cf. Jul.Or.4.131c; cf. τριγένεια.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγονία: ἡ, ἡ τρίτη γενεά, πονηρὸς ἐκ τριγονίας Δημ. 1327. 3˙ οἱ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τριγ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374˙ ἐκ τρ. βασιλεὺς Ἡρῳδιαν. 1. 7˙ εἰς τρ. παραμένειν, προελθεῖν Στράβ. 516, 540˙ πρβλ. τριγένεια, τρίδουλος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
troisième génération, durée de trois générations.
Étymologie: τρίγονος.

Greek Monolingual

ἡ, Α τρίγονος
η τρίτη γενεά.