φύλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(eksahir)
(45)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[objeto que protege]], [[amuleto]]
|esgtx=[[objeto que protege]], [[amuleto]]
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[φύλαμα]] Ν [[φυλάσσω]]<br />[[φύλαξη]], [[περιφρούρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παραφύλαγμα]], [[ενέδρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παράγγελμα]], [[εντολή]] («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φράγμα]], προστατευτικό [[τείχος]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλαγμα Medium diacritics: φύλαγμα Low diacritics: φύλαγμα Capitals: ΦΥΛΑΓΜΑ
Transliteration A: phýlagma Transliteration B: phylagma Transliteration C: fylagma Beta Code: fu/lagma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A gloss on ἔρυμα, Sch.Th.6.66; on εἶλαρ, EM298.4.    2 protection, γῆ αἰώνιον φ. Secund.Sent.15, cf. Simp. in Cat.373.36.    II precept, commandment, LXXLe.8.35, 22.9, al., Jul.Gal.238c.

German (Pape)

[Seite 1313] τό, = φυλακή, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαγμα: τό, φραγμός, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. παράγγελμα, ἐντολή, Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.).

Spanish

objeto que protege, amuleto

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φύλαμα Ν φυλάσσω
φύλαξη, περιφρούρηση
νεοελλ.
παραφύλαγμα, ενέδρα
μσν.-αρχ.
παράγγελμα, εντολή («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)
αρχ.
φράγμα, προστατευτικό τείχος.