τερπωλός: Difference between revisions

From LSJ
(6_10)
 
(41)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερπωλός''': -ή, -όν, = [[τερπνός]], τὸ ἐν αὐτῷ (τῷ θεωρητικῷ βίῳ) τερπωλὸν Ὠριγέν. τ. 3, σ. 563C.
|lstext='''τερπωλός''': -ή, -όν, = [[τερπνός]], τὸ ἐν αὐτῷ (τῷ θεωρητικῷ βίῳ) τερπωλὸν Ὠριγέν. τ. 3, σ. 563C.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τερπωλή]]<br /><b>1.</b> [[τερπνός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τερπωλόν</i><br />[[τέρψη]], [[ευχαρίστηση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:51, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τερπωλός: -ή, -όν, = τερπνός, τὸ ἐν αὐτῷ (τῷ θεωρητικῷ βίῳ) τερπωλὸν Ὠριγέν. τ. 3, σ. 563C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τερπωλή
1. τερπνός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερπωλόν
τέρψη, ευχαρίστηση.