φεγγώδης: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(6_7)
(44)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φεγγώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[λαμπρός]], λάμπων, φέγγων, ἀκτινοβόλος, [[φεγγώδης]] [[Ἰησοῦς]], καὶ τὸ [[πνεῦμα]] τὸ ἅγιον Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 720Α.
|lstext='''φεγγώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[λαμπρός]], λάμπων, φέγγων, ἀκτινοβόλος, [[φεγγώδης]] [[Ἰησοῦς]], καὶ τὸ [[πνεῦμα]] τὸ ἅγιον Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 720Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[φέγγος]]<br />αυτός που φέγγει, που λάμπει.
}}
}}

Latest revision as of 12:51, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1260] ες, leuchtend, glänzend, hell, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φεγγώδης: -ες, (εἶδος) λαμπρός, λάμπων, φέγγων, ἀκτινοβόλος, φεγγώδης Ἰησοῦς, καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 720Α.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φέγγος
αυτός που φέγγει, που λάμπει.