ταγεία: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />charge de [[ταγός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />charge de [[ταγός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[ταγεύω]]<br />το [[αξίωμα]] και το [[λειτούργημα]] του ταγού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A office or rank of ταγός, X.HG6.4.34.
German (Pape)
[Seite 1063] ὴ, Amt, Würde des ταγός, das Beherrschen, der Oberbefehl, die oberste Leitung, Anführung, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ ταγοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 34.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge de ταγός.
Greek Monolingual
ἡ, Α ταγεύω
το αξίωμα και το λειτούργημα του ταγού.