τριχωτός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(6_11)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τρίχας, [[τριχοφόρος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 12. 30· τὰ τριχωτά, ζῷα ἔχοντα τρίχας, [[αὐτόθι]] 3. 3, 14.
|lstext='''τρῐχωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τρίχας, [[τριχοφόρος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 12. 30· τὰ τριχωτά, ζῷα ἔχοντα τρίχας, [[αὐτόθι]] 3. 3, 14.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τριχωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τριχῶ]]<br />αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τριχωτό [[δέρμα]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[δέρμα]] που φέρει [[τρίχες]]<br />β) «τριχωτό της κεφαλής» — το [[επάνω]] [[μέρος]] του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά<br />γ) «τριχωτή [[γλώσσα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[υπερτροφία]] και [[υπερκεράτωση]] τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την [[εντύπωση]] ότι η επιφάνειά της [[είναι]] τριχωτή<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τριχωτά</i><br />ζώα που το [[δέρμα]] τους καλύπτεται με [[τρίχες]] («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριχωτός Medium diacritics: τριχωτός Low diacritics: τριχωτός Capitals: ΤΡΙΧΩΤΟΣ
Transliteration A: trichōtós Transliteration B: trichōtos Transliteration C: trichotos Beta Code: trixwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A furnished with hair, hairy, Arist.HA 491a30, PA692b11, Thphr.Fr.172.2: τὰ τ. animals furnished with hair, Arist.PA665a6.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τρίχας, τριχοφόρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 12. 30· τὰ τριχωτά, ζῷα ἔχοντα τρίχας, αὐτόθι 3. 3, 14.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τριχωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τριχῶ
αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
νεοελλ.
φρ. α) «τριχωτό δέρμα»
ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες
β) «τριχωτό της κεφαλής» — το επάνω μέρος του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά
γ) «τριχωτή γλώσσα»
ιατρ. υπερτροφία και υπερκεράτωση τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την εντύπωση ότι η επιφάνειά της είναι τριχωτή
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριχωτά
ζώα που το δέρμα τους καλύπτεται με τρίχες («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», Αριστοτ.).