ὑαλουργός: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(6_14) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑᾰλουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758. | |lstext='''ὑᾰλουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑαλουργός]], ΝΑ, και ὑελουργός Α<br />ο [[παρασκευαστής]] γυαλιού ή [[κατασκευαστής]] γυάλινων αντικειμένων, [[υαλοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A glass-worker, Str.16.2.25, PTeb.278.20 (i A. D.), Gloss.; ὑελ-, PGot.7.4 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1168] ὁ, Glasarbeiter, Strab. 16, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758.
Greek Monolingual
ο / ὑαλουργός, ΝΑ, και ὑελουργός Α
ο παρασκευαστής γυαλιού ή κατασκευαστής γυάλινων αντικειμένων, υαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].