τόξαρχος: Difference between revisions
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />chef des archers.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]], [[ἄρχω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />chef des archers.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]], [[ἄρχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο [[αρχηγός]] τών τοξοτών και όλου του στρατού, [[στρατηγός]] («Δαρεῑος μὲν οὕτω τότ' ἀβλαβὴς ἐπῆν [[τόξαρχος]] πολιάταις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[διοικητής]] του σώματος τών τοξοτών, [[τοξάρχης]] («τοῡ τοξάρχου ἀποθανόντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην αρχ. Αθήνα) ο [[αρχηγός]] της πολιτοφυλακής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A lord of the bow, archer, of the Persians (cf. τόξον 1.1), A.Pers.556(lyr.). II captain of the archers, IG12.79.7, Th.3.98; also τοξάρχης, Arr.An.1.8.4, 1.22.7.
German (Pape)
[Seite 1128] ὁ, der Bogenbeherrscher, der Anführer der Bogenschützen; Aesch. Pers. 548; Thuc. 3, 98; in Athen Anführer der τοξόται, Stadtsoldaten, s. Böckh's ath. Staatshh. I p. 278.
Greek (Liddell-Scott)
τόξαρχος: ὁ, κύριος, ἄρχων τοῦ τόξου, τοξότης, ἐπὶ τῶν Περσῶν (πρβλ. τόξον Ι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 556. ΙΙ. ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τῶν τοξοτῶν, Θουκ. 3. 98· οὕτω, τοξάρχης Ἀρρ. Ἀν. 1. 8 καὶ 22. 2) ὁ ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς ἢ τῆς ἀστυφυλακῆς ἒν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγ. 80. 6· πρβλ. Böckh P. E. 1. 278· - οὕτω τοξαρχέω, εἶμαι τόξαρχος, Ἐπιγραφ. Ἑρμιον. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1203.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef des archers.
Étymologie: τόξον, ἄρχω.
Greek Monolingual
ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο αρχηγός τών τοξοτών και όλου του στρατού, στρατηγός («Δαρεῑος μὲν οὕτω τότ' ἀβλαβὴς ἐπῆν τόξαρχος πολιάταις», Αισχύλ.)
2. (ειδικά) διοικητής του σώματος τών τοξοτών, τοξάρχης («τοῡ τοξάρχου ἀποθανόντος», Θουκ.)
3. (στην αρχ. Αθήνα) ο αρχηγός της πολιτοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -αρχος].