ὑπερθεματίζω: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
(a) |
(43) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1196.png Seite 1196]] überbieten, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1196.png Seite 1196]] überbieten, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπερθεματίζω]] ΝΜ<br />[[προσφέρω]] την πιο υψηλή [[τιμή]] σε πλειστηριασμό, [[πλειοδοτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υπερβάλλω]], [[ξεπερνώ]], [[τονίζω]] [[ακόμη]] περισσότερο («ο κ. [[υπουργός]] εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει»)<br /><b>μσν.</b><br />[[προχωρώ]] [[πέρα]] από το [[θέμα]], από την [[επαρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η πρώτη, [[κοινή]] σημ. <span style="color: red;"><</span> [[ὑπέρθεμα]], -<i>ατος</i>. Για τη νεοελλ. σημ. <b>πρβλ.</b> [[αναθεματίζω]], ενώ η μσν. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[θέμα]] «[[επαρχία]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
A overbid, Gloss., Dosith.p.431 K., Priscian. de xii vers.Aen.116 (p.486 K.).
German (Pape)
[Seite 1196] überbieten, Sp.
Greek Monolingual
ὑπερθεματίζω ΝΜ
προσφέρω την πιο υψηλή τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ
νεοελλ.
μτφ. υπερβάλλω, ξεπερνώ, τονίζω ακόμη περισσότερο («ο κ. υπουργός εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει»)
μσν.
προχωρώ πέρα από το θέμα, από την επαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρώτη, κοινή σημ. < ὑπέρθεμα, -ατος. Για τη νεοελλ. σημ. πρβλ. αναθεματίζω, ενώ η μσν. σημ. < θέμα «επαρχία»].