ὑφίζω: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(6_2)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφίζω''': [[καθίζω]] [[κάτω]], «ζαρώνω», Εὐρ. Ρῆσ. 730. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑφιζάνω]], κατακαθίζω, βυθίζομαι, ὄρη ἄλλα ὑφίζησε Δίων Κ. 68. 25· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 246.
|lstext='''ὑφίζω''': [[καθίζω]] [[κάτω]], «ζαρώνω», Εὐρ. Ρῆσ. 730. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑφιζάνω]], κατακαθίζω, βυθίζομαι, ὄρη ἄλλα ὑφίζησε Δίων Κ. 68. 25· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 246.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ὑφιζάνω]]<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε [[ενέδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i> «[[καθίζω]], [[τοποθετώ]], βυθίζομαι»].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφίζω Medium diacritics: ὑφίζω Low diacritics: υφίζω Capitals: ΥΦΙΖΩ
Transliteration A: hyphízō Transliteration B: hyphizō Transliteration C: yfizo Beta Code: u(fi/zw

English (LSJ)

   A sit down, crouch, E.Rh. 730 (troch.).    II sink down, fall in, D.C.68.25:—Med., Opp.H.4.246; τὸ πρὸς ἁφὴν -όμενον σῶμα Ocell.2.3.    III v. ὑφεῖσα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφίζω: καθίζω κάτω, «ζαρώνω», Εὐρ. Ρῆσ. 730. ΙΙ. ὡς τὸ ὑφιζάνω, κατακαθίζω, βυθίζομαι, ὄρη ἄλλα ὑφίζησε Δίων Κ. 68. 25· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 246.

Greek Monolingual

Α
1. ὑφιζάνω
2. υφίσταμαι καθίζηση
3. (μτβ.) τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἵζω «καθίζω, τοποθετώ, βυθίζομαι»].