φιλαπεχθήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />malveillant, haineux, hargneux, méchant.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπεχθάνομαι]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />malveillant, haineux, hargneux, méchant.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιδιώκει να γίνεται [[εχθρός]] με τους άλλους, [[φίλεχθρος]] («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλαπεχθημόνως]] Α<br />με [[φιλαπεχθημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπεχθήμων]] «[[μισητός]], [[απαίσιος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰπεχθήμων Medium diacritics: φιλαπεχθήμων Low diacritics: φιλαπεχθήμων Capitals: ΦΙΛΑΠΕΧΘΗΜΩΝ
Transliteration A: philapechthḗmōn Transliteration B: philapechthēmōn Transliteration C: filapechthimon Beta Code: filapexqh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A fond of making enemies, quarrelsome, Lys.24.24, Isoc.8.65, D.24.6: Sup., Jul.Mis. 342d. Adv. -νως, ἔχειν to be quarrelsome, Pl.R.500b; πρός τινα Ph. 2.381. -ής, ές, = foreg., Plb.12.25.6; λοιδορία Id.5.28.4. Adv. -θῶς, κατηγορεῖν Id.32.10.3.

German (Pape)

[Seite 1275] ονος, = Folgdm; Lys. 24, 24; Isocr. 15, 115; Dem. 24, 6 u. öfter; Sp., wie Plut. sec. Epic. 19.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν νὰ κάμνῃ ἐχθρούς, φίλερις, Λυσ. 170. 27, Ἰσοκρ. 172C, Δημ. 701. 24. Ἐπίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, φιλεῖν τὰς ἔριδας, Πλάτ. Πολ. 500Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαπεχθημόνως. φιλομίσως, φιλοῦντας μισεῖσθαι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 73.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
malveillant, haineux, hargneux, méchant.
Étymologie: φίλος, ἀπεχθάνομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.).
επίρρ...
φιλαπεχθημόνως Α
με φιλαπεχθημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»].