σωληνιστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_19)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωληνιστής''': -οῦ, ὁ, [[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[σωληνίζω]], ὁ ἁλιεύων σωλῆνας (4), Φανίας παρ’ Ἀθην. 90Ε.
|lstext='''σωληνιστής''': -οῦ, ὁ, [[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. [[σωληνίζω]], ὁ ἁλιεύων σωλῆνας (4), Φανίας παρ’ Ἀθην. 90Ε.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που ψαρεύει τα θαλασσινά σωλήνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωλήν]], -<i>ῆνος</i> «[[είδος]] θαλάσσιου οστρακόδερμου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιστής</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωληνιστής Medium diacritics: σωληνιστής Low diacritics: σωληνιστής Capitals: ΣΩΛΗΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sōlēnistḗs Transliteration B: sōlēnistēs Transliteration C: solinistis Beta Code: swlhnisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who fishes for the σωλήν 5, Phaeniasap.Ath.3.90e.

German (Pape)

[Seite 1059] ὁ, der die Meermuschel σωλήν fängt, Phanias bei Ath. III, 90 e.

Greek (Liddell-Scott)

σωληνιστής: -οῦ, ὁ, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. σωληνίζω, ὁ ἁλιεύων σωλῆνας (4), Φανίας παρ’ Ἀθην. 90Ε.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ψαρεύει τα θαλασσινά σωλήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος «είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου» + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].