ταυρόπους: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />aux pieds de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πούς]].
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />aux pieds de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />(για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλαφό</i>-[[πους]])].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόπους Medium diacritics: ταυρόπους Low diacritics: ταυρόπους Capitals: ΤΑΥΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: taurópous Transliteration B: tauropous Transliteration C: tavropous Beta Code: tauro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A bull-footed, σῆμα, of a rivergod, E.IA275 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1074] ποδος, ὁ, ἡ, stierfüßig, Eur. I. A. 275, ταυρόπουν σῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων πόδας ταύρου, τ. σῆμα, ἐπὶ ποταμίου τινὸς θεοῦ, Εὐρ. Ι. Α. 275.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds de taureau.
Étymologie: ταῦρος, πούς.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πούς, ποδός (πρβλ. ἐλαφό-πους)].