ὑπνώω: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />dormir.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]].
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />dormir.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[νυστάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὑπνώω]] παράγεται από την λ. [[ὕπνος]] και έχει σχηματιστεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], με [[έκταση]] από έναν τ. ενεστ. [[ὑπνάω]], -<i>ῶ</i>, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αναλογικά [[προς]] τον τ. [[ἱδρώω]]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνώω Medium diacritics: ὑπνώω Low diacritics: υπνώω Capitals: ΥΠΝΩΩ
Transliteration A: hypnṓō Transliteration B: hypnōō Transliteration C: ypnoo Beta Code: u(pnw/w

English (LSJ)

Ep. Verb, perh.

   A to be drowsy, tired, τοὺς δ' αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Il.24.344, Od.5.48, 24.4; ὅτε . . ἐπὶ κοῖτον ἐκ νομοῦ ὑπνώουσα κίῃ Nic.Th.127; but elsewh., sleep, τὴν εἴσιδον ὑπνώουσα Mosch.2.24; ἔννυχον ὑπνώοντι Maiist.22; ὑπνώοντες ῥέγκουσιν Nic.Th.433; ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, of Argus, Q.S.10.191: metaph. of the stars, Coluth.349 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1207] ep. = ὑπνόω intr., schlafen, Il. 24, 344 Od. 5, 48. 24, 4 u. sp. D., wie Mosch. 2, 24 Apollnds 1 (IX, 25). – Auch von den Gestirnen, untergehen, Coluth. 342.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνώω: κατὰ τύπον Ἐπικ. τοῦ ὑπνάω (ὅπερ ὅμως δὲν εὑρίσκεται)· κατ’ ἔννοιαν = ὑπνόω ΙΙ ἢ ὑπνώσσω, κοιμῶμαι, τοὺς δ’ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Ἰλ. Ω. 344. Ὀδ. Ε. 48., Ω. 4, Μόσχ. 2. 24· ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Κόϊντ. Σμυρν. 1. 191· μεταφ., ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἀστέρες ὑπνώουσι Κόλουθ. 342.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. itér.
dormir.
Étymologie: ὕπνος.

Greek Monolingual

Α
νυστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπνώω παράγεται από την λ. ὕπνος και έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, με έκταση από έναν τ. ενεστ. ὑπνάω, -, ενώ, κατ' άλλη άποψη, αναλογικά προς τον τ. ἱδρώω].