τριβωνεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_5) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐβωνεύομαι''': ἀποθετ., «τριβωνευόμενοι: Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ Λινδίων φόρου· [[ἤτοι]] ἀντὶ τοῦ τριβὰς ἐμποιοῦντες, ἢ ἀντὶ τοῦ τεχνάζοντες, ἀπὸ τοῦ τρίβωνες [[εἶναι]] πραγμάτων» Ἁρποκρ., πρβλ. Φώτ. καὶ Σουΐδ. | |lstext='''τρῐβωνεύομαι''': ἀποθετ., «τριβωνευόμενοι: Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ Λινδίων φόρου· [[ἤτοι]] ἀντὶ τοῦ τριβὰς ἐμποιοῦντες, ἢ ἀντὶ τοῦ τεχνάζοντες, ἀπὸ τοῦ τρίβωνες [[εἶναι]] πραγμάτων» Ἁρποκρ., πρβλ. Φώτ. καὶ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[τρίβων]]<br />[[είμαι]] [[πανούργος]], [[μεταχειρίζομαι]] πανουργίες και τεχνάσματα ή [[χρονοτριβώ]], [[αναβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
A practise roguery, or put off, delay, Antipho Fr.33.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβωνεύομαι: ἀποθετ., «τριβωνευόμενοι: Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ Λινδίων φόρου· ἤτοι ἀντὶ τοῦ τριβὰς ἐμποιοῦντες, ἢ ἀντὶ τοῦ τεχνάζοντες, ἀπὸ τοῦ τρίβωνες εἶναι πραγμάτων» Ἁρποκρ., πρβλ. Φώτ. καὶ Σουΐδ.
Greek Monolingual
Α τρίβων
είμαι πανούργος, μεταχειρίζομαι πανουργίες και τεχνάσματα ή χρονοτριβώ, αναβάλλω.