τονίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τονίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἐπιτίθημι]] τόνον, στίζων ἢ τονίζων Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 45, 26, Α. Β. 1169 σημ.
|lstext='''τονίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἐπιτίθημι]] τόνον, στίζων ἢ τονίζων Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 45, 26, Α. Β. 1169 σημ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τόνος]]<br />[[βάζω]] τόνο σε μια [[συλλαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[μελοποιώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εκφέρω]] [[κάτι]] έντονα («τόνισε τα τελευταία του [[λόγια]]»)<br />β) [[υποδεικνύω]] [[κάτι]] με [[έμφαση]], [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[υπογραμμίζω]] («του τόνισα να [[είναι]] [[προσεκτικός]]»).
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονίζω Medium diacritics: τονίζω Low diacritics: τονίζω Capitals: ΤΟΝΙΖΩ
Transliteration A: tonízō Transliteration B: tonizō Transliteration C: tonizo Beta Code: toni/zw

English (LSJ)

   A furnish with an accent, Troil.Proll.Hermog.ap.Rh.6.45 W., Cod.Vat. 1751 in AB1169 (note), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1127] betonen, mit einem Tonzeichen, Accent versehen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τονίζω: ὡς καὶ νῦν, ἐπιτίθημι τόνον, στίζων ἢ τονίζων Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 45, 26, Α. Β. 1169 σημ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τόνος
βάζω τόνο σε μια συλλαβή
νεοελλ.
1. μουσ. μελοποιώ
2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια»)
β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («του τόνισα να είναι προσεκτικός»).