σφραγιστής: Difference between revisions
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui scelle ; [[οἱ]] σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.<br />'''Étymologie:''' [[σφραγίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui scelle ; [[οἱ]] σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.<br />'''Étymologie:''' [[σφραγίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[σφραγίζω]]<br />[[υπάλληλος]] που ενεργεί [[σφράγιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το [[θύμα]] [[πριν]] από τη [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] που υπογράφει και επισφραγίζει μία [[διαθήκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A sealer, title of Egyptian priests who sealed the victim before sacrifice, Plu.2.363b (cf. μοσχοσφραγιστής): also, witness who seals a will, BGU361 iii 13 (ii A.D., pl.).
German (Pape)
[Seite 1052] ὁ, = σφραγιστήρ, Plut. Is. et Os. 31.
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγιστής: -οῦ, ὁ, ὁ σφραγίζων, ὄνομα Αἰγυπτίου ἱερέως, Πλούτ. 2. 363Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui scelle ; οἱ σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.
Étymologie: σφραγίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σφραγίζω
υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση
αρχ.
1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη.