σφραγιστής: Difference between revisions

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui scelle ; [[οἱ]] σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.<br />'''Étymologie:''' [[σφραγίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui scelle ; [[οἱ]] σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.<br />'''Étymologie:''' [[σφραγίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σφραγίζω]]<br />[[υπάλληλος]] που ενεργεί [[σφράγιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το [[θύμα]] [[πριν]] από τη [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] που υπογράφει και επισφραγίζει μία [[διαθήκη]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρᾱγιστής Medium diacritics: σφραγιστής Low diacritics: σφραγιστής Capitals: ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphragistḗs Transliteration B: sphragistēs Transliteration C: sfragistis Beta Code: sfragisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A sealer, title of Egyptian priests who sealed the victim before sacrifice, Plu.2.363b (cf. μοσχοσφραγιστής): also, witness who seals a will, BGU361 iii 13 (ii A.D., pl.).

German (Pape)

[Seite 1052] ὁ, = σφραγιστήρ, Plut. Is. et Os. 31.

Greek (Liddell-Scott)

σφρᾱγιστής: -οῦ, ὁ, ὁ σφραγίζων, ὄνομα Αἰγυπτίου ἱερέως, Πλούτ. 2. 363Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui scelle ; οἱ σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.
Étymologie: σφραγίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σφραγίζω
υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση
αρχ.
1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη.