φυλακικός: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de garde, propre à veiller sur, gén. ; ἡ φυλακική ([[ἐπιστήμη]]) l’art de faire bonne garde;<br /><b>2</b> disposé à observer;<br /><i>Sp.</i> φυλακικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[φυλακή]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de garde, propre à veiller sur, gén. ; ἡ φυλακική ([[ἐπιστήμη]]) l’art de faire bonne garde;<br /><b>2</b> disposé à observer;<br /><i>Sp.</i> φυλακικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[φυλακή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οριστεί να φυλάγει, να τηρεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]], [[πρόθυμος]] να τηρεί [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A watchful, careful, Pl.R.375e, 456a, al.; -ώτατοι πόλεως ib.412c; ἡ -κή (sc. τέχνη) ib.428d. 2 disposed to observe, δόγματος ib.412e.
German (Pape)
[Seite 1313] zum Bewachen gehörig, geschickt, Plat. Rep. II, 375 e, u. superl., ἆρ' οὐ φυλακικωτάτους πόλεως αὐτοὺς δεῖ εἶναι, III, 412 c.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλᾰκικός: -ή, -όν, ἄγρυπνος, προσεκτικός, ἐπιμελής, Πλάτ. Νόμ. 375Ε, 456Α, κ. ἀλλ.· φυλακικώτατοι πόλεως αὐτόθι C· ἡ φυλακικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) αὐτόθι 428D. 2) διατεθειμένος νὰ τηρῇ ἢ φυλάττῃ, μετὰ γεν., δόγματος αὐτόθι 412Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de garde, propre à veiller sur, gén. ; ἡ φυλακική (ἐπιστήμη) l’art de faire bonne garde;
2 disposé à observer;
Sp. φυλακικώτατος.
Étymologie: φυλακή.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φύλαξ, -ακος]
1. αυτός που έχει οριστεί να φυλάγει, να τηρεί κάτι
2. προσεκτικός, πρόθυμος να τηρεί κάτι.