τραυματισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(6_15) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τραυμᾰτισμός''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων, [[οὕτως]] ἐπεγράφετο ἓν ἐκ τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰατροῦ Ρούφου, Εὐδοκ. Μακ. Ἰωνιὰ 371, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ροῦφος. | |lstext='''τραυμᾰτισμός''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων, [[οὕτως]] ἐπεγράφετο ἓν ἐκ τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰατροῦ Ρούφου, Εὐδοκ. Μακ. Ἰωνιὰ 371, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ροῦφος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τραυματίζω]]<br />[[πρόκληση]] σωματικής βλάβης από εξωτερική βία που προσβάλλει ταυτόχρονα την [[ανατομική]] υφή, τη [[μορφολογία]] και τη [[λειτουργία]] ιστών και οργάνων του ανθρώπινου σώματος, [[πλήγωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> ηθικό ή [[ψυχικό]] [[πλήγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων» — ένα από τα συγγράμματα του Εφέσιου γιατρού Ρούφου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A wounding, Ruf. ap. Suid. s.v. Ῥοῦφος.
Greek (Liddell-Scott)
τραυμᾰτισμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων, οὕτως ἐπεγράφετο ἓν ἐκ τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰατροῦ Ρούφου, Εὐδοκ. Μακ. Ἰωνιὰ 371, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ροῦφος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τραυματίζω
πρόκληση σωματικής βλάβης από εξωτερική βία που προσβάλλει ταυτόχρονα την ανατομική υφή, τη μορφολογία και τη λειτουργία ιστών και οργάνων του ανθρώπινου σώματος, πλήγωμα
νεοελλ.
μτφ. ηθικό ή ψυχικό πλήγμα
αρχ.
φρ. «Περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων» — ένα από τα συγγράμματα του Εφέσιου γιατρού Ρούφου.