σχίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_3)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]], πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.
|lstext='''σχίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]], πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σχίδα]]<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρή [[σχίζα]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]] επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την [[ανάταξη]] εξαρθρημάτων και καταγμάτων του μηρού ή της κνήμης<br /><b>3.</b> [[δόρυ]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>σχίδια</i><br />«ὠμόλινα».
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίδιον Medium diacritics: σχίδιον Low diacritics: σχίδιον Capitals: ΣΧΙΔΙΟΝ
Transliteration A: schídion Transliteration B: schidion Transliteration C: schidion Beta Code: sxi/dion

English (LSJ)

[ῐ], τό, Dim. of σχίζα, in Lat. form

   A schidium, Vitr.2.1.4.    II = βάθρον 6, Ruf. ap. Orib.49.26.1.    III σχίδια· ὠμόλινα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1056] τό, 1) dim. vom Vorigen. – 2) im plur. gezupfte Leinwand, Wundfaden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα, πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α σχίδα
1. υποκορ. μικρή σχίζα
2. μηχάνημα επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων του μηρού ή της κνήμης
3. δόρυ
4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. σχίδια
«ὠμόλινα».