συντρέφω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> nourrir <i>ou</i> élever ensemble, acc. ; <i>Pass.</i> croître <i>ou</i> grandir avec, τινι ; <i>en parl. de sentiments, d’habitudes</i> se développer avec, croître avec, τινι;<br /><b>2</b> donner de la consistance ; <i>Pass.</i> prendre de la consistance, se former, se constituer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τρέφω]].
|btext=<b>1</b> nourrir <i>ou</i> élever ensemble, acc. ; <i>Pass.</i> croître <i>ou</i> grandir avec, τινι ; <i>en parl. de sentiments, d’habitudes</i> se développer avec, croître avec, τινι;<br /><b>2</b> donner de la consistance ; <i>Pass.</i> prendre de la consistance, se former, se constituer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυντρέφω Α [[τρέφω]]<br /><b>1.</b> [[τρέφω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[τρέφω]] συγχρόνως<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συντρέφομαι</i><br />α) ανατρέφομαι [[μαζί]] με άλλον<br />β) εκπαιδεύομαι σε [[κάτι]]<br />γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («ἐκ νηπίου ἡμῑν συντέθραπται», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ) αναπτύσσομαι με τη [[σύνθεση]] διαφόρων ουσιών («[[ἐπειδὰν]] τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν σηπεδόνα τινὰ λάβῃ, [[τότε]] δὴ τὰ ζῷα ξυντρέφεται», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρέφω Medium diacritics: συντρέφω Low diacritics: συντρέφω Capitals: ΣΥΝΤΡΕΦΩ
Transliteration A: syntréphō Transliteration B: syntrephō Transliteration C: syntrefo Beta Code: suntre/fw

English (LSJ)

   A feed together or besides, ἵππον X.Oec.5.5, cf. Mem.4.3.6.    II Pass., to be brought up together, Pl.Lg.752c; ἐν τῷ αὐτῷ X.Cyr.6.4.14; συντέθραψαι προσπόλοισι βασιλέως with them, E.Hel. 1036; τινὶ ἐκ παιδίου Is.9.30: abs., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, such as dogs, Arist.GA744b20.    2 of feelings, etc., to be bred up with, grow up with, become customary or familiar, [τὸ ἡδὺ] ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Id.EN1105a2; ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ ζῆλος Plu. Alex.8, cf. Mar.14, AP12.42 (Diosc.); of diseases, Hp.Morb.Sacr. 8,11.    3 to be educated in, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι πονηροῖς ἐθισμοῖς, D.S.1.74, 2.29,60.    4 grow by composition of different substances, to be organized, of bodies, Pl.Phd.96b, Ti.75b; πυρὸς ἐν τόποις τισὶ -τρεφομένου Epicur.Ep.2p.52U.

Greek (Liddell-Scott)

συντρέφω: τρέφω ὁμοῦπροσέτι, ἵππους Ξενοφ. Οἰκ. 5. 5, Ἀπομν. 4. 3, 6. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέφομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 752C· ἐν τῷ αὐτῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· τινι, μετά τινος, Εὐρ. Ἑλ. 1036· τινι ἐκ παιδίου Ἰσαῖ. 78. 2· ἀπολ., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, οἷον οἱ κύνες, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 42. 2) ἐπὶ αἰσθημάτων, ἀναπτύσσομαι ὁμοῦ μετά τινος, τὸ ἡδὺ ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 8· ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ ζῆλος Πλουτ. Ἀλέξ. 8, πρβλ. Μάρ. 14, Ἀνθ. Π. 12. 42· ἐπὶ νόσων, Ἱππ. 306. 24., 307. 23. 3) ἀνατρέφομαι, παιδεύομαι ἔν τινι, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι, πονηροῖς ἐθισμοῖς Διόδ. 1. 74., 2. 29, 60. 4) ἀναπτύσσομαι διὰ τῆς συνθέσεως διαφόρων οὐσιῶν, διοργανοῦμαι, ἐπὶ σωμάτων, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Τίμ. 75Α.

French (Bailly abrégé)

1 nourrir ou élever ensemble, acc. ; Pass. croître ou grandir avec, τινι ; en parl. de sentiments, d’habitudes se développer avec, croître avec, τινι;
2 donner de la consistance ; Pass. prendre de la consistance, se former, se constituer.
Étymologie: σύν, τρέφω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυντρέφω Α τρέφω
1. τρέφω επί πλέον
2. τρέφω συγχρόνως
3. παθ. συντρέφομαι
α) ανατρέφομαι μαζί με άλλον
β) εκπαιδεύομαι σε κάτι
γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («ἐκ νηπίου ἡμῑν συντέθραπται», Αριστοτ.)
δ) αναπτύσσομαι με τη σύνθεση διαφόρων ουσιών («ἐπειδὰν τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν σηπεδόνα τινὰ λάβῃ, τότε δὴ τὰ ζῷα ξυντρέφεται», Πλάτ.).