τοσαυταπλασίων: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(a) |
(41) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ονος, = Vorigem, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ονος, = Vorigem, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσιον, Α<br />τόσες φορές [[περισσότερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τοσαυταπλασιόνως]] Α<br />τόσες φορές περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοσαυταπλάσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i>, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (<b>πρβλ.</b> <i>πολλα</i>-<i>πλασ</i>-<i>ίων</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:56, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1130] ονος, = Vorigem, Sp.
Greek Monolingual
-άσιον, Α
τόσες φορές περισσότερος.
επίρρ...
τοσαυταπλασιόνως Α
τόσες φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαυταπλάσιος + επίθημα -ίων, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. πολλα-πλασ-ίων)].