φωταγωγία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(eksahir)
(46)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[proceso para obtener una luz sobrenatural]], [[fórmula]]
|esgtx=[[proceso para obtener una luz sobrenatural]], [[fórmula]]
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φωταγωγός]]<br />[[πλούσιος]] [[φωτισμός]], [[φωταγώγηση]], [[φωτοχυσία]]<br />(μσν.- αρχ.) [[διαφώτιση]] της ψυχής και του πνεύματος<br /><b>αρχ.</b><br />(για αστέρα) [[καθοδήγηση]] με [[εκπομπή]] φωτός.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτᾰγωγία Medium diacritics: φωταγωγία Low diacritics: φωταγωγία Capitals: ΦΩΤΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: phōtagōgía Transliteration B: phōtagōgia Transliteration C: fotagogia Beta Code: fwtagwgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A magical process of drawing down supernatural illumination, PMag.Par.1.955, Vett. Val.301.22 φωτᾰγωγ-ός, όν, enlightening, illuminating, of the sun, Mich. in EN554.29; bringing to light, ἀθεμίστων πραγμάτων PMag.Lond. 46.190.    II ἡ φ. (sc. θυρίς) opening for light, window, Luc.Symp. 20, Dom.6.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, das Vorleuchten, die Erleuchtung, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

φωτᾰγωγία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, φωτοχυσία, φωτισμός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 624C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 260C, Ψευδοδιονύσ. Ἀρεοπ. 425Α.

Spanish

proceso para obtener una luz sobrenatural, fórmula

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φωταγωγός
πλούσιος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία
(μσν.- αρχ.) διαφώτιση της ψυχής και του πνεύματος
αρχ.
(για αστέρα) καθοδήγηση με εκπομπή φωτός.